- τήβεννος
- Είδος μανδύα ή χλαμύδας των αρχαίων Ρωμαίων. Τη φορούσαν αρχικά άνδρες και γυναίκες, και ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως την πήραν από τους Τυρρηνούς. Τη φορούσαν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Η μόνη διαφορά ήταν το βάρος του υφάσματος και το πλάτος της, που έκανε φυσικά διαφορετική και την αξία της. Στους χρόνους της αυτοκρατορίας, η τ. έγινε ένδυμα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των αυλικών και των αρχόντων, και οι απλοί πολίτες τη φορούσαν μόνο στις γιορτές. Υπήρχαν διάφορα είδη τ., ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο τις χρησιμοποιούσαν. Οι εξόριστοι Ρωμαίοι δεν είχαν το δικαίωμα να φορούν τ., ούτε και οι ξένοι.
* * *η, ΝΜΑ, και τήβεννα Αχαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να τό φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα τού αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια τής αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῑοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)νεοελλ.μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη τής συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].
Dictionary of Greek. 2013.